τριβέλι

τριβέλι
το, και τριβέλα, η, Ν
1. τρυπάνι
2. φρ. «τού έγινε τριβέλι» — τού έγινε ενοχλητικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τριβέλλιν < τρεβέλλιον < λατ. terebellium / terebella «τρυπάνι», κατ' επίδραση τού τρύπανον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • τριβέλι — το (λ. λατ.) 1. τρύπανο. 2. μτφ., άνθρωπος ενοχλητικός, «στενός κορσές», «τσιμπούρι»: Δεν τον ανέχομαι πια, μου έγινε τριβέλι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τριβελίζω — Ν [τριβέλι] 1. ανοίγω οπή με το τριβέλι 2. (συν. στη φρ.) «τριβελίζω τα αφτιά» ή «τριβελίζω το μυαλό» μτφ. γίνομαι πολύ ενοχλητικός σε κάποιον («μη μού τριβελίζεις το κεφάλι, βρε αδερφέ!») …   Dictionary of Greek

  • ουρβανός — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Μαρτύρησε με αποκεφαλισμό στην Άγκυρα επί Μαξιμιανού (286 305). Η μνήμη του τιμάται στις 23 Ιουνίου. 2. Για να αποφύγει τον διωγμό των Αρειανών, πήγε στη Νικομήδεια και ζήτησε την προστασία του… …   Dictionary of Greek

  • τριβέλισμα — το, Ν [τριβελίζω] διάνοιξη οπής με τριβέλι …   Dictionary of Greek

  • τριβελίζω — τριβέλισα, τριβελίστηκα, τριβελισμένος 1. ανοίγω τρύπα με τριβέλι, τρυπανίζω: Τριβελίζει το ξύλο για να περάσει βίδα. 2. μτφ., γίνομαι ενοχλητικός, ενοχλώ την ακοή κάποιου: Μ αυτή την γκρίνια του το παλιόπαιδο με τριβελίζει μια ώρα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • τρυπάνι — τρυπάνι, το και τρύπανο, το 1. εργαλείο με μεταλλικό μυτερό και ελικωτό στέλεχος που περιστρέφεται και έτσι ανοίγουμε τρύπες σε ξύλα, μέταλλα κτλ., το τριβέλι. 2. παρόμοιο χειρουργικό εργαλείο για κόκαλα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”